- αρκτοστάφυλος
- (arctostaphylos). Γένος αείφυλλων θάμνων ή μικρών δέντρων της οικογένειας των ερεικιδών, ιθαγενών του βορείου ημισφαιρίου και κυρίως της Κεντρικής και Βόρειας Αμερικής. Καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά φυτά για το ωραίο φύλλωμα και τα ελκυστικά τους άνθη. Ως αυτοφυή απαντώνται σε δάση. Μερικά είδη είναι φαρμακευτικά. Έχουν φύλλα ακέραια και μικρά άνθη σε ταξιανθίες στις άκρες των βλαστών. Ο καρπός είναι κόκκινη δρύπη, πλούσιος σε άμυλο. Ευδοκιμούν σε αμμώδη, γόνιμα εδάφη και πολλαπλασιάζονται εύκολα με σπέρματα την άνοιξη. Από τα περίπου 20 είδη του γένους, το μοναδικό που απαντάται στην Ελλάδα είναι το ομώνυμο, θάμνος με βλαστό που έρπει στο έδαφος και δερματώδη φύλλα με πυκνό δίκτυο νεύρων στην κάτω επιφάνεια. Έχει λευκά ή ροζ άνθη και κόκκινο καρπό μεγέθους μπιζελιού. Είναι σπάνιο είδος και απαντάται σποραδικά σε μερικά ψηλά όρη της βόρειας Ελλάδας. Έχει χρήσιμα φύλλα στη φαρμακευτική, γιατί περιέχει τις δραστικές ουσίες αρμπουτίνη και φαινυλαρμπουτίνη. Αφέψημα των φύλλων, χρησιμοποιείται αποτελεσματικά για τη θεραπεία παθήσεων των νεφρών και της κύστης. Από τα αμερικανικά είδη, εκείνα που καλλιεργούνται περισσότερο ως καλλωπιστικά είναι ο α. ο αρβουτοειδής και ο α. ο δίχρωμος.
Dictionary of Greek. 2013.